- ορθοπραγώ
- ὀρθοπραγῶ, -έω (Α)ενεργώ σωστά, φέρομαι όπως πρέπει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + -πραγῶ (< θ. πραγ-, πρβλ. πέ-πραγ-α, παρακμ. τού πράττω), πρβλ. κακο-πραγώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορθοπραγία — ὀρθοπραγία, ἡ (Α) [ορθοπραγώ] η ορθή συμπεριφορά, η πρέπουσα διαγωγή … Dictionary of Greek